εντράδα

εντράδα
η (Μ ἐντράδα και ἰνδράδα και ἰντράδα και ἰτράδα και νιντράδα και νιτράδα) [ιταλ. entrata]
νεοελλ.
1. φαγητό που παρασκευάζεται με κρέας και λαχανικά
2. ναυτ. είσπλους
μσν.
εισόδημα, σοδειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντράδα — η (λ. ιταλ.) 1. φαγητό από κρέας και λαχανικά. 2. είσοδος πλοίου σε λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”